δυναμισμός

δυναμισμός
ο
1. δυναμοκρατία
2. το να διαθέτει κάποιος δύναμη η οποία φαίνεται στις ενέργειες και στη συμπεριφορά του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • τσάρλεστον — Χορός στον οποίο δόθηκε το όνομα της αμερικανικής πόλης της Νότιας Καρολίνας, όπου πρωτοχορεύτηκε από νέγρους. Ο ζωηρός ρυθμός του και ο βίαιος δυναμισμός του χαρακτηρίζουν καλύτερα από κάθε άλλο χορό την εποχή του. * * * το, Ν άκλ. είδος χορού… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοδυναμισμός — ο, Ν 1. (στον αποκρυφισμό) είδος ανθρώπινης υποθετικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από το σώμα ορισμένων μεσαζόντων και με την οποία ερμηνεύονται φαινόμενα τηλεπάθειας, τηλεκινησίας ή προαίσθησης 2. (στην ψυχιατρική) το σύνολο τών θεωριών για την …   Dictionary of Greek

  • Δοιδάλσας — (β’ μισό 3ου αι. π.Χ.). Γλύπτης από τη Βιθυνία. Οι πηγές αναφέρουν δύο μεγάλα έργα του: ΣτράτιοςΔίας, που είχε παραγγείλει ο βασιλιάς Νικόδημος της Βιθυνίας, και Λουομένη Αφροδίτη, που μεταφέρθηκε αργότερα στη Ρώμη, στη στοά της Οκταβίας. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • Ζερικό, Ζαν Λουί Αντρέ Τεοντόρ — (Jean Louis André Théodore Géricault, Ρουέν 1791 – Παρίσι 1824). Γάλλος ζωγράφος. Λίγα χρόνια μετά τη γέννησή του η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ο Ζ. σπούδασε στο κολέγιο του Λουδοβίκου του Μεγάλου και στα εργαστήρια του Καρλ… …   Dictionary of Greek

  • Ζιροντού, Ζαν — (Jean Giraudoux, Μπελάκ, Oτ Βιεν 1882 – Παρίσι 1944). Γάλλος λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο και την εγγραφή του στο École Normal Supérieure, πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ευρώπη και στην Αμερική,… …   Dictionary of Greek

  • οργάνωση επιχείρησης — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά με τρεις διαφορετικές έννοιες: α) για να χαρακτηρίσει την καλή απόδοση της επιχείρησης στην οποία αναφέρεται (οργανωμένη επιχείρηση)· β) για να δείξει ορισμένες οργανωτικές καταστάσεις (ιεραρχική οργάνωση) ή την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • Ορόθκο, Χοσέ Κλεμέντε — (Jose Clemente Orozco, Θαπατλάν 1883 – Πόλη του Μεξικού 1949). Μεξικανός ζωγράφος. Μαζί με τον Ντιέγκο Ριβέρα και τον Νταβίντ Αλφάρο Σικέιρος, είναι ο πιο φημισμένος εκπρόσωπος της σύγχρονης ρεαλιστικής μεξικανικής ζωγραφικής. Τα πρώτα βήματα του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”